Γιατί το παιδί μου δεν κάνει σχέση;
Αποτελεί ανησυχία πολλών γονέων εφήβων και ενηλίκων, το γεγονός πως πολύ δύσκολα, σπάνια, ή και ποτέ ως τώρα, το παιδί τους δημιουργεί ερωτικές σχέσεις. Κι όταν αυτό συμβαίνει, ο/η σύντροφος είναι όχι ο/η πλέον κατάλληλος/η.
Ας ξεκινήσουμε από την παραδοχή, πως οι άνθρωποι ερωτευόμαστε και σχετιζόμαστε με ότι μας είναι οικείο. Τα βαθύτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου τον οποίο επιλέγουμε, είναι κατά κανόνα όμοια με αυτά τον προσώπων της οικογένειας μας. Παραδείγματος χάρη, αν υπάρχει στην οικογένεια απορριπτική συμπεριφορά, (όχι απαραίτητα από τον γονέα προς εμάς, αλλά και προς τα αδέλφια ή και μεταξύ τους) είναι πολύ πιθανό να επιλέξουμε έναν σύντροφο, ο οποίος ακόμα και με πολύ διαφορετικό τρόπο, απορρίπτει εμάς, στοιχεία του χαρακτήρα μας κλπ. Αν η οικογενειακή ατμόσφαιρα διέπεται από εντάσεις, εξάρσεις, ή παράλογες συμπεριφορές, είναι πιθανό να βιώσουμε αντίστοιχες καταστάσεις μέσα στην σχέση μας, με τον/την σύντροφο που έχουμε επιλέξει.
Τα παραπάνω επισημαίνουν τον καθοριστικής σημασίας ρόλο που έχουν οι γονείς και η οικογενειακή ζωή στις μετέπειτα επιλογές και τις σχέσεις.
Ακολούθως, η τάση του παιδιού-ενήλικα να μην επιλέγει και να μην δημιουργεί σχέσεις, πολύ συχνά σχετίζεται με δυο βασικούς παράγοντες.
Πρώτος είναι η αγωνία και η επιθυμία του παιδιού να μην επαναλάβει τα γνώριμα μοτίβα. Να μην μοιάσει στους γονείς. Nα μην γίνει σαν και εκείνους, όπως συχνά μπορεί να σκέφτεται. Υπάρχει εκεί φωλιασμένος μεγάλος φόβος, αλλά και συναίσθηση του πως εσωτερικά λειτουργεί ο άνθρωπος και πως υπάρχει ο κίνδυνος, ακόμα και με τον πιο διαφορετικό τρόπο, να γίνει αναπαραγωγή της ίδιας εμπειρίας.
Ο δεύτερος παράγοντας που οδηγεί συχνά στην αποφυγή της σχέσης, έχει να κάνει με την επίκριση και την κατάκριση που έχει δεχτεί ο ενήλικας, σαν παιδί, ή έχει ακούσει μέσα στην οικογένεια του προς τρίτα πρόσωπα. Η υποτίμηση των επιλογών, των αποφάσεων και των επιθυμιών από τους γονείς, συχνά ευνουχίζουν και φοβίζουν το παιδί και αργότερα τον ενήλικα. Έτσι, δυσκολεύεται πολύ να επιλέξει ή και να στηρίξει την επιλογή του να σχετίζεται με έναν άλλο άνθρωπο. Πολλές φορές μάλιστα, οι γονείς κατακρίνουν σχέσεις τρίτων και με τα δικά τους κριτήρια μιλούν και εκφράζουν σρνητικές απόψεις για ανθρώπους του κύκλου τους, με τους οποίους δεν έχουν ουσιαστική επαφή. Αυτή η στάση-συμπεριφορά-συνήθεια των γονέων δημιουργεί ένα μεγάλο αίσθημα ανασφάλειας στο παιδί που αποτελεί τον ακροατή. Πυροδοτεί ακόμα φόβο επιλογής και φόβο απογοήτευσης του γονέα εξαιτίας της επιλογής. Και ενώ στην πραγματικότητα τα συναισθήματα αυτά σχετίζονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό με τα βιώματα και τις ποιότητες που οι ίδιοι οι γονείς έχουν προσφέρει στα παιδιά τους, εκείνα αγωνιούν. Δεν θεωρούν κανένα σύντροφο κατάλληλο και άξιο της αποδοχής των γονέων.
Πρόκειται για μια πολύ θλιβερή συνθήκη για το παιδί-ενήλικα.
Θα ήταν πιθανότατα πιο λειτουργικό για την διευκόλυνση των σχέσεων, και την ευτυχία του παιδιού-ενήλικα, οι γονείς να μην εκφράζουν απόψεις για αλλά ζευγάρια ή και για τον σύντροφο του παιδιού τους με κανένα τρόπο. Θα μπορούσα να πω, να μην έχουν καν άποψη. Αν δεν κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα των παιδιών τους, οφείλουν να μείνουν συναισθηματικά και νοητικά σιωπηλοί μπροστά στις επιλογές τους. Να τα αφήσουν να πάρουν τις αποφάσεις τους, να μάθουν από τα λάθη τους και την τριβή με τις διάφορες συμπεριφορές. Κι αφού δεν μπορούν να γλυτώσουν τα παιδιά τους από την ευχή και κατάρα της αναζήτησης της ομοιότητας, ας τα γλιτώσουν τουλάχιστον από την επικριτική μάτια τους. Ας τα εμπιστευθούν περισσότερο, και ας τα αφήσουν να χαράξουν την διαδρομή τους προς το οικείο ή προς την δημιουργία μιας νέας οικειότητας.